- γιαπί
- το1. ο σκελετός οικοδομής υπό κατασκευήν2. οι σκαλωσιές μιας οικοδομής3. ατέλειωτη οικοδομή.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yapi].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιαπί — το (λ. τουρκ.), σκελετός οικοδομής της οποίας το χτίσιμο δεν έχει ολοκληρωθεί: Όλη μέρα στο γιαπί τον έκαψε ο ήλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαπιτζής — ο αυτός που εργάζεται στο γιαπί, ο οικοδόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)